Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η μεγαλύτερη αδερφή 2) (

  • 1 старший

    старший 1) (по возрасту) μεγαλύτερος, πρεσβύτερος; \старший брат о μεγαλύτερος (или μεγάλος) αδερφός; \старшийая сестра η μεγαλύτερη αδερφή 2) (по положению ) ανώτερος 3) (о классе и т.п.) μεγάλος; \старшийие классы οι μεγάλες τάξεις
    * * *
    1) ( по возрасту) μεγαλύτερος, πρεσβύτερος

    ста́рший брат — ο μεγαλύτερος ( или μεγάλος) αδερφός

    ста́ршая сестра́ — η μεγαλύτερη αδερφή

    2) ( по положению) ανώτερος
    3) (о классе и т. п.) μεγάλος

    ста́ршие кла́ссы — οι μεγάλες τάξεις

    Русско-греческий словарь > старший

  • 2 старший

    επ., υπερθ. β. старейший.
    1. πρεσβύτερος, μεγαλύτερος την ηλικία•

    старший брат μεγαλύτερος αδερφός•

    -ая сестра μεγαλύτερη αδερφή•

    старший сын в семье το μεγαλύτερο παιδί στην οικογένεια•

    -ая дочь η μεγαλύτερη θυγατέρα.

    || παλιός, πρότερος, προγενέστερος.
    2. ουσ. πλθ. -ие οι μεγαλύτεροι, οι ενήλικοι.
    3. αρχαιότερος, ανώτερος (στο βαθμό, υπηρεσία)•

    -ая медицинская сестра η αρχινοσοκόμα•

    мастер ο αρχιμάστορας, πρωτομάστορας•

    офицер αρχαιότερος αξιωματικός.

    4. ουσ. ο προϊσταμενος, ο επικεφαλής, ο υπεύθυνος•

    старший отделения ο υπεύθυνος του τμήματος, ο τμηματάρχης.

    5. ανώτερος, μεγαλύτερος•

    -ие классы οι μεγαλύτερες (σχολικές) τάξεις.

    Большой русско-греческий словарь > старший

  • 3 сестра

    сестра
    ж ἡ ἀδερφή, ἡ ἀδελφή:
    двоюродная \сестра ἡ ἐξαδέλφη· старшая \сестра ἡ μεγαλύτερη ἀδελφή· молочная \сестра ἡ ὁμογάλακτος ἀδελφή· медицинская \сестра ἡ νοσοκόμος, ἡ ἀδελφή.

    Русско-новогреческий словарь > сестра

См. также в других словарях:

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»